Μου κάνει εντύπωση, σε μια στιγμή όλα αλλάζουν...

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Μια μέρα χωρίς κινητό...

Τί μπορεί να συμβεί αν ξεχάσετε μια μέρα το κινητό σας σπίτι;

Πόσες καταστροφές; Πόσες ατυχίες; Τις πταίει;

7:00

Το ξυπνητήρι τρελά χτυπά κι εγώ απλώνω το χέρι μου και κάνω τη μοιραία κίνηση. Το κλείνω. Συνεχίζω να κοιμάμαι με το φως αναμμένο, τον υπολογιστή ανοιχτό και γύρω μου εκατοντάδες φωτοτυπίες.

8:00
Ξυπνώ τρομαγμένη. Κοιτάζω το ρολόι, μετά κοιτάζω γύρω μου και διαπιστώνω σιωπηλά ότι η μέρα θα είναι δύσκολη. Παραμερίζω γρήγορα όλα τα άρθρα που είχα εκτυπώσει το προηγούμενο βράδυ, κλείνω με το πόδι μου τη «Θεραπεία του Σόπεναουερ» του Γιάλομ και σηκώνομαι.

8:30
Έχω πιει το γάλα μου και έχω ντυθεί. Ψάχνω το κινητό μου. Δεν πρόλαβα να το φορτίσω που να πάρει! Στην οθόνη του μου έχει έρθει η πρώτη, γλυκιά, πρωινή καλημέρα που λατρεύω να βλέπω. Καπάκι μου έρχεται και η πρώτη επίπληξη που δεν κλείνω το βράδυ το κινητό, παρόλο που το έχουμε συμφωνήσει, γιατί είναι βλαβερό να κοιμάμαι με τόση ακτινοβολία γύρω μου. Δεν προλαβαίνω να απολογηθώ. Ξέρω ότι θα συγχωρεθώ. Πρέπει να ελέγξω την τσάντα μου. Αφήνω το κινητό στο κομοδίνο, στηρίζομαι στο ένα γόνατο και τσεκάρω όλα όσα πρέπει να πάρω: ιατρική μπλούζα, το εγχειρίδιο για την πυλαία υπέρταση που σήμερα θα εξεταστώ, αλλά φυσικά δε φιλοτιμήθηκα να διαβάσω, λεφτά για τις χορδές της κιθάρας και το τελευταίο τεύχος του Αρκά. Όλα εντάξει. Κλείνω το φως και φεύγω.

8:45
Έπρεπε ήδη να είμαι στη σχολή. Αγχώνομαι και ψάχνω νευρικά τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ξέχασα. Δεν έχω αυτοκίνητο. Έχει διαλυθεί. Ας μην το σκέφτομαι καλύτερα, γιατί αγχώνομαι και στενοχωριέμαι παράλληλα. Να πάρω το τρόλευ; Δε θα φτάσω ποτέ. Άρα πρέπει να πάρω ταξί.

9:00
Είμαι ήδη μέσα σε ταξί που κατευθύνεται προς Βασιλίσσης Σοφίας. Η ευγενική κυρία που δέχτηκε να πάρουν κι εμένα πηγαίνει στον ψυχολόγο της. Σε όλη τη διαδρομή αναφέρει ότι έχει παντρευτεί ένα κάθαρμα που την απατάει με την καμαριέρα, την υπηρέτρια, την νταντά και τη γραμματέα του. Γιʼ αυτό πηγαίνει σε ψυχολόγο. Προσπαθώ να κρατηθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω και αναφωνώ: Γιατί δεν τον χωρίζετε να ησυχάσετε; Εκείνη με κοιτάει τρομοκρατημένη και με απόλυτη φυσικότητα μου λέει ότι δεν μπορεί να χωρίσει τον άντρα «της». Καταλαβαίνω ότι έχει ένα μικρόοοο προβληματάκι με την κτητική αντωνυμία, αλλά δε θέλω να την πικράνω παραπάνω. Ο ταξιτζής έχει πιάσει κάτι κουλτουροσταθμούς και δεν τον βλέπω να έχει νεύρο. Προχωράμε σαν τις χελώνες.

Εκείνη τη στιγμή αναρωτιέμαι πώς και δε με πήραν τηλέφωνο ακόμα να με ενημερώσουν τι γίνεται στη σχολή. Ψάχνω την τσάντα μου, δε βρίσκω το κινητό. Σοκ! Την ξαναψάχνω. Τίποτα. Διπλό σοκ! Οι σκηνές περνούν σαν ταινία μπροστά από τα μάτια μου με τελευταία εκείνη που αφήνω το κινητό στο κομοδίνο και γονατίζω για να ετοιμάσω την τσάντα μου. Πολλαπλό σοκ! Αναφωνώ απλά «Shit»!

9:20
Η κυρία συνεχίζει να λέει πως ο άντρας της στην πραγματικότητα την αγαπάει, γιατί την πήγε διακοπές στο Μπαλί. Μωρέ αλί και τρισαλί σκέφτομαι από μέσα μου, αλλά είπαμε, ψυχραιμία. Ο ταξιτζής καταριέται την ώρα κι τη στιγμή που αποφάσισε να γίνει κοινωνιολόγος και έμεινε άνεργος. Τώρα εξηγείται και γιατί πρωί πρωί ακούει Σωκράτη Μάλαμα. Με ρωτάει τι δουλειά κάνω. Φυσικά δεν του λέω ότι σπουδάζω Ιατρική. Οι ταξιτζήδες κατά έναν περίεργο τρόπο μισούν τους γιατρούς. Του λέω ότι ψάχνω για δουλειά και πηγαίνω για συνέντευξη, οπότε να βιαστούμε λίγο. Παράλληλα, του ζητάω να αλλάξει σταθμό και με απόλυτη επιτακτικότητα τον αναγκάζω να σταματήσει σε κάποιον που παίζει το «Έρωτά μου, έρωτα μου» της Κοκκίνου. Ο κοινωνιολόγος μερακλώνει, η κυρία κουνιέται στον ρυθμό και πατάμε γκάζια.

10:40
Όπου να 'ναι φτάνουμε. Ο ταξιτζής με τσεκάρει επίμονα από τον καθρέφτη. Ρε, λες να μου την πέφτει; Αυτό μας έλειπε τώρα! Σε λίγο λέει πως δεν έχει να μας δώσει ρέστα, οπότε καλό είναι να του δώσουμε ψιλά. Τώρα μπαίνω στο νόημα. Δε μου την έπεφτε το καραφλό αγόρι. Απλά νόμιζε ότι δεν είχα χρήματα, καθώς με έβλεπε κάθε τρεις και λίγο να ψάχνω απελπισμένη την τσάντα μου. Θεέ μου, πόση ταπείνωση ακόμα;

10:45
Έφτασα. Δίνω γρήγορα τα χρήματα, χαιρετώ την κυρία που μου ευχήθηκε καλή επιτυχία στη συνέντευξη και μπαίνω στη σχολή. Μάλιστα. Σε ποιο χειρουργείο είμαι; Δυσκολάκι. Δεν έχω μαζί μου την ατζέντα μου με τα τηλέφωνα των παιδιών της ομάδας μου, ώστε να τα ρωτήσω. Ακόμα χειρότερα, δεν έχω ούτε κινητό για να πάρω τηλέφωνο τον κολλητό μου που ξέρω απ' έξω τον αριθμό του. Επίσης, δεν έχω το πρόγραμμα με τα χειρουργεία, γιατί το είχα πάρει φωτογραφία με το κινητό μου.

11:00
Μπαίνω στο πρώτο χειρουργείο που βρίσκω. Σε χρόνο dt έχω ντυθεί, έχω αποστειρωθεί και μπουκάρω με τόλμη. Ψάχνω στους θαλάμους μανιωδώς. Να πάρει η ευχή, φοράνε και μάσκες και δεν τους αναγνωρίζω καλά. Κάποια στιγμή ακούω το ringtone του κολλητού. Θεέ μου, τι ηδονική μελωδία! Έρχεται από τον διάδρομο! Σώθηκα! Με βλέπει και μου λέει «Μα καλά, γιατί δεν το σηκώνεις;;; Σε έχω πάρει δεκαπέντε τηλέφωνα! Πού ήσουν;» Του εξηγώ περιληπτικά και χωρίς πολλά πολλά με βουτάει από το χέρι και με σέρνει στο χειρουργείο. Ο καθηγητής με κοιτάει με νόημα που δε θα το έλεγα και τόσο θετικό και εγώ σιωπώ.

11:30
Το χειρουργείο είναι πολύωρο και κάνουμε το πρώτο διάλειμμα μέχρι να οριστικοποιήσουν κάποιο μόσχευμα. Κοιτάζω στον καθρέφτη, τα πράσινα μου πάνε και λέω αυθόρμητα και περήφανα « Φτου σου κοριτσάρα μου»! Από πίσω έρχεται η φωνή της συνείδησης-κολλητής και μου λέει «Φτου σου και όλο δικό σου!» Ξυπνάω από το όνειρο της ματαιοδοξίας και την βλέπω να με ζυγίζει με θυμωμένο βλέμμα. Κάτι έχω κάνει , αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι. Μου εξηγεί ότι από το πρωί την έχει ταράξει ο Δημήτρης και ρωτάει πότε θα πάω να πάρω την κιθάρα μου, γιατί θέλει να φύγει για Καλαμάτα. Μου υπενθυμίζει ότι δε θέλει να μιλάει στον Δημήτρη μετά τα όσα έγιναν και ότι εξαιτίας μου εκείνος βρίσκει πρόφαση να την παίρνει συνέχεια τηλέφωνο. Ζητώ συγγνώμη και της λέω ότι θα τον πάρω εγώ τηλέφωνο αργότερα. Αργότερα όμως θα είναι στο μαγαζί. Πού έχω το τηλέφωνο του μαγαζιού; Ω, μα τον Τουτάτις, στο κινητό μου! Πάει η κιθάρα! Άντε να γυρίσει ο Μήτσος από Καλαμάτα για να την πάρω...

12:30
Το χειρουργείο τελειώνει κι εγώ σαν μαλωμένο κουτάβι πηγαίνω να αλλάξω. Ο κολλητός έρχεται με ύφος απελπισίας και μου λέει ότι μητέρα μου με αναζητεί για να δει αν έκλεισα ραντεβού με τον ΩΡΛ -είναι κρυωμένη- και είναι ντροπή να μη σηκώνω το κινητό! Πρέπει να κανονίσει αν θα πάρει άδεια από τη δουλειά της κι εγώ αδιαφορώ παντελώς, ενώ της είχα υποσχεθεί ότι θα το ρύθμιζα το ζήτημα. Αλλάζω γρήγορα και πάω να πάρω μία τηλεκάρτα. Επικοινωνώ με τη μανούλα, της εξηγώ και τρέχω στο μάθημα.

13:30
Το μάθημα τελειώνει. Δεν ήξερα να απαντήσω στις περισσότερες ερωτήσεις της πυλαίας υπέρτασης. Ψάχνω σημειώσεις. Ένας συμφοιτητής προσφέρεται να βοηθήσει και να αφήσει τις σημειώσεις στο φωτοτυπάδικο μέχρι το μεσημέρι για να τις πάρω. Μου ζητάει το κινητό μου για να επικοινωνήσει μαζί μου όταν θα είναι έτοιμες. Τον κοιτώ απεγνωσμένα και φωνάζω: Δεν έχω κινητό! Δεν έχω κινητό! Το παιδί με κοιτάει τρομοκρατημένο και οπισθοχωρεί. Μου λέει ένα «Καλά, δεν πειράζει, θα περάσω να τις πάρω αύριο» και φεύγει γοργά. Τι καλός άνθρωπος... Αν το διαβάζει το κείμενο, τον ευχαριστώ από εδώ...

14:00
Τρώμε στη λέσχη και τότε ανακοινώνω ότι θα δώσω ορθοπεδική. Μια κοπέλα μου αποκαλύπτει ότι πρέπει οπωσδήποτε να δηλώσω το μάθημα. Πώς να πάω τώρα στο ΚΑΤ; Δεν προλαβαίνω! Πάρε τηλέφωνο, μου λέει. Αν δε δηλώσεις, μπορεί να έχεις πρόβλημα! Γυαλίζει το μάτι μου. Δεν αισθάνομαι καλά. Δεν ξέρω απ' έξω το τηλέφωνο της γραμματείας του ΚΑΤ. Φλερτάρω με το μαχαίρι που κρατάω σφιχτά στη γροθιά μου. Κάποιον θα φάω λάχανο σήμερα. Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω πολλούς υποψήφιους που δε συμπαθώ και τόσο. Κανείς δεν ξέρει απ' έξω το τηλέφωνο. Εγώ το έχω μόνο στο κινητό μου. Τρέχω στη Βιβλιοθήκη να προλάβω τους υπολογιστές ανοιχτούς. Το ψάχνω στο Ίντερνετ και τελικά επικοινωνώ με τη γραμματεία από καρτοτηλέφωνο.

14:30
Πηγαίνω στη Βιβλιοθήκη να συναντήσω μια συμφοιτήτρια για μια εργασία που κάνουμε. Αναγνωρίζω την τσάντα της και τα πράγματά της αλλά εκείνη άφαντη. Πού πήγε τώρα; Κάθομαι στη διπλανή θέση και περιμένω.

15:00
Η τσαπερδόνα ακόμα έρθει. Ωραία συνέπεια!

15:30
Ο μόνος λόγος που περιμένω ακόμα είναι γιατί θέλω να ξεσπάσω σε κάποιον. Σε λίγα λεπτά την βλέπω να έρχεται ανέμελη από μακριά. «Πού ήσουν»; την ρωτάω με τις λέξεις να βαίνουν σφυριχτά από τα χείλη μου. Μου απαντάει ότι ήταν στην άλλη πτέρυγα και έψαχνε στους υπολογιστές. Με έπαιρνε τηλέφωνο, αλλά δεν απαντούσα, οπότε θεώρησε ότι δεν έχω έρθει ακόμα. Με άλλα λόγια, περίμενα για μία ώρα κάποια που ήταν δέκα μέτρα πίσω μου. Εκτός από θυμωμένη, ένιωθα και χαζή.

17:00
Σηκώνομαι και φεύγω από τη Βιβλιοθήκη. Πρέπει να προλάβω ανοιχτά τα μαγαζιά. Στον δρόμο θέλω να ακούσω λίγη μουσική να ηρεμήσω, αλλά είπαμε, δεν έχω κινητό...

17:30
Σκέφτομαι ότι αύριο πρέπει να διαβάσω για τον σακχαρώδη διαβήτη, γιατί θα παρουσιάσουμε case report. Στην κλινική είχαμε ασθενή με διαβητικό πόδι, αλλά εγώ δεν είχα κινητό μαζί μου για να το φωτογραφίσω. Άντε τώρα να το θυμάμαι εγώ και να κάνω τις συσχετίσεις με άλλες εικόνες. Αποφασίζω πως είναι μάταιο να τα σκέφτομαι όλα αυτά.

18:00
Με τα λεφτά για χορδές και τη συντήρηση της κιθάρας, που θα πάρω όταν ο Δημήτρης επιστρέψει από την Καλαμάτα, και όλα τα υπόλοιπα που είχα πάνω μου αγόρασα ένα ωραίο πουλόβερ. Ηρέμησα λίγο.

18:30
Παίρνω από το καρτοτηλέφωνο σπίτι. Το σηκώνει ο αδερφός μου. Με ρωτάει αν πήρα τη Χριστίνα για τα χρόνια πολλά. Απορώντας, τον ρωτάω γιατί να την πάρω. Μου υπενθυμίζει ότι η κοπέλα μας έχει καλέσει εδώ και δύο βδομάδες για τα γενέθλιά της. Μάλιστα! Μαντέψτε πού το είχα σημειώσει. Μα φυσικά ως υπενθύμιση στο κινητό. Του ζητάω το τηλέφωνο και της εύχομαι πάλι από το καρτοτηλέφωνο. Σημειωτέον, κοντεύω να τελειώσω όλο το πακετάκι με τα detol , τα οποία χρησιμοποιώ για να κρατάω το ακουστικό και να ακουμπάω το αυτί μου ενώ μιλάω στα καρτοτηλέφωνα.

19:00
Να πάρει η ευχή! Η ώρα πέρασε! Με περιμένει στην πλατεία Συντάγματος εδώ και μισή ώρα και λογικά είναι πολύ θυμωμένος. Πού όμως στην Πλατεία Συντάγματος; Ας πάρω από το καρτοτηλέφωνο ξανά. Οκ, δε σηκώνει αριθμό από απόκρυψη. Τέλεια! Προσπαθώ ξανά και ξάνα. Τελικά απαντάει. Ακούει τη φωνή μου και με ρωτάει αν σκοπεύω να εμφανιστώ εντός της ημέρας στο ραντεβού μας. Απαντώ με ένα «Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Θα σου εξηγήσω.» και ζητώ συντεταγμένες για το πού θα τον βρω.

22:00
Επιστρέφω σπίτι. Νιώθω εξαντλημένη και με ένα μεγάλο παράπονο. Μπαίνω μέσα, η μανούλα μου κάνει μούτρα, αλλά με ρωτάει κιόλας τι έχω. Λέω ένα ξερό «τίποτα» και πηγαίνω στο δωμάτιό μου. Εκείνη τη στιγμή το αντικρίζω. Καρφώνω το βλέμμα μου στη γωνία του κομοδίνου , όπου βρίσκεται το μικρό, ύπουλο, μαύρο αντικείμενο με τα ασημένια του πλήκτρα. Ανεβαίνουν οι σφυγμοί μου απότομα. Θέλω να το σπάσω. Θέλω να το πατήσω κάτω και να μην του αφήσω ούτε ένα τσιπ. Θέλω να το δω να διαλύεται στα μικρά μισητά εξαρτήματά του. Θέλω να χρεωκοπήσει ο Γερμανός. Θέλω να το πετάξω στον τοίχο και να σβήσει η οθόνη του δια παντός. Κοιτάζω την οθόνη. Δώδεκα μηνύματα και είκοσι οχτώ κλήσεις. Σύνολο σαράντα που σαράντα να είναι οι ώρες του! Πρέπει να ηρεμήσω. Σκέφτομαι ότι αν το σπάσω, δεν έχω χρήματα να πάρω άλλο. Σφίγγω τις γροθιές μου και κατευθύνομαι προς το μπάνιο. Αύριο είναι μία καινούρια μέρα.