Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010
Αψέντι... μας κάνει άχρηστους
Η ονομασία του πράσινου ελιξιρίου προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη αψίνθιον –ήτοι, αυτό που δεν πίνεται. Κατηγορήθηκε για πρόκληση εθισμού, παραισθήσεων και σχιζοφρένειας, αγαπήθηκε για το σμαραγδένιο χρώμα του, τη ζάλη και την έμπνευση που χάριζε, γέννησε μύθους, έγινε θρύλος, απαγορεύθηκε και… επέστρεψε δυναμικά. Ίσως το μοναδικό ποτό με τέτοια αύρα μυστηρίου γύρω από το όνομά του, το Αψέντι απέκτησε, στην διακοσαετή ιστορία του, φανατικούς θαυμαστές και ορκισμένους εχθρούς. Το αψέντι μπορεί πλέον να παρασκευάζεται και να πωλείται νόμιμα, υπό την προϋπόθεση να μην περιέχει περισσότερα από 10 mg θυϊόνη –ή αλλιώς θουγιόνη– η τοξική ουσία του βασικού για την παρασκευή του αψεντιού βοτάνου, της αψιθιάς, η απαγόρευση της οποίας κρίθηκε απαραίτητη για να μην ξανακόψει κανένας Ευρωπαίος πολίτης το αυτί του... Περί τα τέλη του 19ου αιώνα, στην Αρλ της Νότιας Γαλλίας ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του, μετά από έναν ιδιαίτερα έντονο καβγά με το συγκάτοικό του, Πολ Γκογκέν. Πράξη η οποία αποδόθηκε στην υπερβολική κατανάλωση αψεντιού και, μαζί με διάφορες άλλες παρενέργειες που οι συντηρητικοί κύκλοι ισχυρίζονταν πως προκαλεί το πράσινο δηλητήριο σε «σωστούς και ευυπόληπτους κατά τα άλλα ανθρώπους, τους οποίους μεταμορφώνει σε τέρατα».